- μηλικός
- -ή, -ό [μήλο]1. αυτός που προέρχεται από μήλα2. φρ. «μηλικό οξύ»χημ. άκυκλη οργανική ένωση, δικαρβονικό υδροοξύ, που εξάγεται από τους άγουρους καρπούς, όπως λ.χ. μήλα, σταφύλια, φραγκοστάφυλα κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.